Ο μικρός τυφλοπόντικας
Σ ένα υπόγειο τούνελ ή αλλιώς σε ένα σπίτι κάτω από τη γη, κοντά στις όχθες ενός ποταμού ζει η οικογένεια του κυρίου Χάμιστερ. Η μαμά, ο μπαμπάς και το μικρό αγοράκι τους, ο Βίλιαν. Είναι μια πολύ ήσυχη και εργατική οικογένεια τυφλοπόντικων που της αρέσει πολύ να σκάβει στα περιβόλια και ακόμα καλύτερα στους λαχανόκηπους.
Κάθε πρωί ο Βίλιαν τρώει με όρεξη τους γευστικούς γυμνοσάλιαγκες που ετοιμάζει η μαμά του για πρωινό, της δίνει ένα βιαστικό φιλάκι και αφού ανεβεί τα δεκαοχτώ χωμάτινα σκαλοπάτια που οδηγούν στο περιβολάκι με τις μουριές, ξεκινά για το σχολείο.
-Καλημέρα Βίλιαν, ακούει τη χαρούμενη φωνή των φίλων του. Είναι δύο δίδυμες σκιουρίνες, η Αμαλία και η Ευαγγελία που κάθε πρωί τον συντροφεύουν ως την αυλή του σχολείου. Με την παρέα των σκιουρίνων η διαδρομή για τον Βίλιαν γίνεται ευκολότερη μιας και τα μάτια του είναι συνηθισμένα στο σκοτάδι και κουράζονται εύκολα με το φως της μέρας.
-Καλημέρα κορίτσια! Απαντά χαρούμενα αυτός και αφού διασχίσουν το μονοπάτι με τις πανύψηλες λεύκες και οξιές φτάνουν σε ένα απέραντο ξέφωτο όπου είναι χτισμένο το σχολείο των ζώων του δάσους. Κάθε πρωί η αυλή είναι γεμάτη με όλα τα ζώα που περιμένουν να χτυπήσει το κουδούνι και να τρέξουν στις τάξεις τους για το μάθημα. Σήμερα όμως κάτι παράξενο συμβαίνει… Το σχολείο είναι κλειδωμένο και στην αυλή δεν υπάρχει ούτε ένα μικρό ζωάκι.
-Μα τι να έγινε αναρωτήθηκε παραξενεμένος ο Βίλιαν! Που πήγαν όλοι;
-Δεν έχουμε ιδέα! είπαν με μια φωνή οι σκιουρίνες και κατέβασαν σκυθρωπά τις μουσουδίτσες τους.
-Ας περιμένουμε λίγο είπε ο μικρός τυφλοπόντικας, ίσως η Νίτσα η Χελωνίτσα να ξέρει, όπου να ΄ναι θα περάσει για να μοιράσει τα γράμματα του Ταχυδρομείου των ζώων.
Πριν καλά καλά τελειώσει τα λόγια του ο μικρός Βίλιαν, ακούστηκε ένα απαλό θρόισμα και μέσα από τις φυλλωσιές, ξεπρόβαλε αργοπατώντας η Νίτσα
-Καλημέρα, τι ωραία μέρα και η σημερινή τους είπε χαρούμενη. Μου απομένουν δύο ώρες διαδρομής ως το αντικρινό ξέφωτο… ίσα ίσα που θα προλάβω το διαγωνισμό έτσι σιγά που με παν τα πόδια μου.
-Διαγωνισμό, ποιο διαγωνισμό παραξενευτήκαν οι τρεις φίλοι.
- Μα καλά εσείς δε μάθατε τίποτα; εγώ μοίρασα τις προσκλήσεις σε όλα τα σπίτια και τις φωλιές των ζώων. Σήμερα είναι ο μεγάλος διαγωνισμός του Αερόστατου. Όλα τα ζώα του θα δάσους θα τρέξουν με τα ποδήλατά τους και ο νικητής θα κερδίσει μια μεγάλη βόλτα με Αερόστατο… Μια βόλτα πέρα και πάνω από όλο το δάσος και το ποτάμι. θα είναι υπέροχα!
-Χθες το βράδυ ,παραπονέθηκε ο Βίλιαν, ήμουν πολύ κουρασμένος για να διαβάσω την πρόσκληση και σήμερα το πρωί τα μάτια μου ήταν τόσο σκεπασμένα από το δέρμα μου που δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου!
-Και εμείς. αποκρίθηκαν οι σκιουρίνες ξεχαστήκαμε όλη μέρα κάτω από τη μεγάλη καρυδιά τρώγοντας καρύδια.
-E! Τότε τρέξτε να προλάβετε! Ο αγώνας δεν άρχισε ακόμα.. θα σας συναντήσω εκεί, είπε η Νίτσα και συνέχισε το αργό μα σίγουρο περπάτημα της.
Θα ήθελα πολύ να είμαι ο νικητής και να κάνω το πρώτο μου ταξίδι με Αερόστατο συλλογίστηκε ο Βίλιαν, μα η όρασή μου δεν είναι τόσο δυνατή στο φως της μέρας, ίσως αν ο αγώνας ήταν βράδυ, ίσως τότε…
-Ε! που ταξιδεύει ο νους σου; τον διέκοψε η Αμαλία, δεν είναι ώρα για σκέψεις πρέπει να προλάβουμε τον αγώνα.
-Δε νομίζω ότι θα τα καταφέρω, απάντησε ο μικρός τυφλοπόντικας. Είναι τόσο δύσκολο για μένα! Γι αυτό και κανένα από τα άλλα ζώα δεν μου είπε τίποτα, είναι όλα τους τόσο δυνατά… η τίγρης, το λιοντάρι, ο ελέφαντας ακόμα και η Νίτσα η χελωνίτσα πάνω στο ποδήλατό της τα καταφέρνει μια χαρά…
-Και εμείς γιατί είμαστε εδώ; τον μάλωσε η Ευαγγελία. Ξεχνάς πως είμαστε φίλες σου και πως οι φίλοι στα δύσκολα φαίνονται: φτάνει να το πιστέψεις πως θα σαι ο νικητής, φτάνει να το θελήσεις και όλα τα μπορείς! απάντησαν με μια φωνή οι σκιουρίνες!
-Μα πως θα τα καταφέρω αν δεν μπορώ να δω που πάει το μονοπάτι, το δρόμο πως θα βρω; παραπονέθηκε και πάλι ο Βίλιαν.
-Από δεξιά η Αμαλία κι αριστερά εγώ
το μονοπάτι θα διασχίσεις με μας για οδηγό
το μόνο που θα κάνεις είν' ορθοπεταλιά
και το τιμόνι κράτα με ανοιχτά….. τα αυτιά!
Ο Βίλιαν πήρε πολύ θάρρος έπειτα από τα λόγια των δύο σκιουρίνων και μαζί με τις αγαπημένες του φίλες πήρε γρήγορα το δρόμο που οδηγούσε στο αντικρινό ξέφωτο όπου θα γίνονταν ο αγώνας. Ισα που πρόλαβε να δηλώσει συμμετοχή και να πάρει θέση και η σφυρίχτρα που σήμαινε την έναρξη του αγώνα σφύριξε.
Φρρρρρρρρ…….. ακούστηκε δυνατά και όλα τα ζώα του δάσους ξεκίνησαν… Ο Βίλιαν δεν είχε τίποτα να φοβάται, είχε στο πλάι του τις σκιουρίνες. Στα αριστερά την Ευαγγελία, στα δεξιά την Αμαλία..Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να πεταλίσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε Α! και να έχει τα αυτιά του ορθάνοιχτα για να ακούει προσεχτικά τις οδηγίες των φίλων του: Πότε μπροστά ,ευθεία μπροστά, μετά δεξιά, λίγο πιο κάτω αριστερά, ουπς προσοχή στη λακούβα…. τώρα όλο ευθεία, βάλε τα δυνατά σου Βίλιαν, λίγο ακόμα και φτάσαμε… ακούγονταν οι οδηγίες πότε της Αμαλίας και πότε της Ευαγγελίας.
Ο Βίλιαν πάνω στο καλογυαλισμένο του ποδήλατο πετάλιζε με σιγουριά. Η χαμηλή του όραση δεν ήταν εμπόδιο χάρη στις δυο του φίλες. Κι αυτός δεν έπρεπε να τις απογοητεύσει, έπρεπε να τα καταφέρει για να τους κάνει κι αυτός με τη σειρά του δώρο τη βόλτα με το Αερόστατο.
-Λίγο ακόμα και θα τερματίσει πρώτος ο μικρός τυφλοπόντικας! φώναξε ενθουσιασμένος ο διαιτητής του αγώνα και μόλις το άκουσε ο Βίλιαν δεν πίστευε στα αυτιά του… λίγο ακόμα και θα είμαι ο νικητής και πετάλισε με όλη του δύναμη που του είχε απομείνει ως το τέρμα. Πίσω του ακολούθησε η Νίτσα η χελωνίτσα που πάνω στο ποδήλατό της γινόταν πολύ γρήγορη και παραπίσω τερμάτιζαν ένα ένα τα άλλα ζώα του δάσους.
Ο Βίλιαν τα κατάφερε. Χάρη στην πολύτιμη βοήθεια της Αμαλίας και της Ευαγγελίας ήταν ο νικητής. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη! οι σκιουρίνες αλλά και όλα τα ζώα του δάσους τον χειροκρότησαν με χαρά και αυτός ανέβηκε στο βάθρο για να πάρει το πολυπόθητο δώρο. Ήταν πολύ χαρούμενος που τα κατάφερε, μα πιο πολύ ήταν χαρούμενος για τις αγαπημένες του φίλες που τον βόηθησαν τόσο πολύ.
Γρήγορα πήρε το ασημένιο κλειδί που θα του άνοιγε την πόρτα του πολύχρωμου Αερόστατου και φώναξε σε όλα τα ζώα του δάσους που παρακολουθούσαν την απονομή.
-Αγαπημένοι μου φίλοι σας έχω μία έκπληξη! Την βόλτα πάνω από το δάσος δεν θα την κάνω μόνος μου, μαζί μου θα έχω και τις αγαπημένες μου φίλες, τις δύο σκιουρίνες που με βοήθησαν τόσο πολύ ! Και μαζί με αυτές θα έρθετε και εσείς γιατί το Αερόστατο είναι τεράστιο και μας χωράει όλους!!!!
Τα ζώα χοροπήδησαν από τη χαρά τους και σε λίγη ώρα πάνω από το πανέμορφο δάσος πετούσε ένα τεράστιο, πολύχρωμο Αερόστατο με οδηγό ένα μικρούλη τυφλοπόντικα και παρέα όλα τα ζώα του δάσους.
της Σωτηρίας Γεωργοτά
Σ ένα υπόγειο τούνελ ή αλλιώς σε ένα σπίτι κάτω από τη γη, κοντά στις όχθες ενός ποταμού ζει η οικογένεια του κυρίου Χάμιστερ. Η μαμά, ο μπαμπάς και το μικρό αγοράκι τους, ο Βίλιαν. Είναι μια πολύ ήσυχη και εργατική οικογένεια τυφλοπόντικων που της αρέσει πολύ να σκάβει στα περιβόλια και ακόμα καλύτερα στους λαχανόκηπους.
Κάθε πρωί ο Βίλιαν τρώει με όρεξη τους γευστικούς γυμνοσάλιαγκες που ετοιμάζει η μαμά του για πρωινό, της δίνει ένα βιαστικό φιλάκι και αφού ανεβεί τα δεκαοχτώ χωμάτινα σκαλοπάτια που οδηγούν στο περιβολάκι με τις μουριές, ξεκινά για το σχολείο.
-Καλημέρα Βίλιαν, ακούει τη χαρούμενη φωνή των φίλων του. Είναι δύο δίδυμες σκιουρίνες, η Αμαλία και η Ευαγγελία που κάθε πρωί τον συντροφεύουν ως την αυλή του σχολείου. Με την παρέα των σκιουρίνων η διαδρομή για τον Βίλιαν γίνεται ευκολότερη μιας και τα μάτια του είναι συνηθισμένα στο σκοτάδι και κουράζονται εύκολα με το φως της μέρας.
-Καλημέρα κορίτσια! Απαντά χαρούμενα αυτός και αφού διασχίσουν το μονοπάτι με τις πανύψηλες λεύκες και οξιές φτάνουν σε ένα απέραντο ξέφωτο όπου είναι χτισμένο το σχολείο των ζώων του δάσους. Κάθε πρωί η αυλή είναι γεμάτη με όλα τα ζώα που περιμένουν να χτυπήσει το κουδούνι και να τρέξουν στις τάξεις τους για το μάθημα. Σήμερα όμως κάτι παράξενο συμβαίνει… Το σχολείο είναι κλειδωμένο και στην αυλή δεν υπάρχει ούτε ένα μικρό ζωάκι.
-Μα τι να έγινε αναρωτήθηκε παραξενεμένος ο Βίλιαν! Που πήγαν όλοι;
-Δεν έχουμε ιδέα! είπαν με μια φωνή οι σκιουρίνες και κατέβασαν σκυθρωπά τις μουσουδίτσες τους.
-Ας περιμένουμε λίγο είπε ο μικρός τυφλοπόντικας, ίσως η Νίτσα η Χελωνίτσα να ξέρει, όπου να ΄ναι θα περάσει για να μοιράσει τα γράμματα του Ταχυδρομείου των ζώων.
Πριν καλά καλά τελειώσει τα λόγια του ο μικρός Βίλιαν, ακούστηκε ένα απαλό θρόισμα και μέσα από τις φυλλωσιές, ξεπρόβαλε αργοπατώντας η Νίτσα
-Καλημέρα, τι ωραία μέρα και η σημερινή τους είπε χαρούμενη. Μου απομένουν δύο ώρες διαδρομής ως το αντικρινό ξέφωτο… ίσα ίσα που θα προλάβω το διαγωνισμό έτσι σιγά που με παν τα πόδια μου.
-Διαγωνισμό, ποιο διαγωνισμό παραξενευτήκαν οι τρεις φίλοι.
- Μα καλά εσείς δε μάθατε τίποτα; εγώ μοίρασα τις προσκλήσεις σε όλα τα σπίτια και τις φωλιές των ζώων. Σήμερα είναι ο μεγάλος διαγωνισμός του Αερόστατου. Όλα τα ζώα του θα δάσους θα τρέξουν με τα ποδήλατά τους και ο νικητής θα κερδίσει μια μεγάλη βόλτα με Αερόστατο… Μια βόλτα πέρα και πάνω από όλο το δάσος και το ποτάμι. θα είναι υπέροχα!
-Χθες το βράδυ ,παραπονέθηκε ο Βίλιαν, ήμουν πολύ κουρασμένος για να διαβάσω την πρόσκληση και σήμερα το πρωί τα μάτια μου ήταν τόσο σκεπασμένα από το δέρμα μου που δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου!
-Και εμείς. αποκρίθηκαν οι σκιουρίνες ξεχαστήκαμε όλη μέρα κάτω από τη μεγάλη καρυδιά τρώγοντας καρύδια.
-E! Τότε τρέξτε να προλάβετε! Ο αγώνας δεν άρχισε ακόμα.. θα σας συναντήσω εκεί, είπε η Νίτσα και συνέχισε το αργό μα σίγουρο περπάτημα της.
Θα ήθελα πολύ να είμαι ο νικητής και να κάνω το πρώτο μου ταξίδι με Αερόστατο συλλογίστηκε ο Βίλιαν, μα η όρασή μου δεν είναι τόσο δυνατή στο φως της μέρας, ίσως αν ο αγώνας ήταν βράδυ, ίσως τότε…
-Ε! που ταξιδεύει ο νους σου; τον διέκοψε η Αμαλία, δεν είναι ώρα για σκέψεις πρέπει να προλάβουμε τον αγώνα.
-Δε νομίζω ότι θα τα καταφέρω, απάντησε ο μικρός τυφλοπόντικας. Είναι τόσο δύσκολο για μένα! Γι αυτό και κανένα από τα άλλα ζώα δεν μου είπε τίποτα, είναι όλα τους τόσο δυνατά… η τίγρης, το λιοντάρι, ο ελέφαντας ακόμα και η Νίτσα η χελωνίτσα πάνω στο ποδήλατό της τα καταφέρνει μια χαρά…
-Και εμείς γιατί είμαστε εδώ; τον μάλωσε η Ευαγγελία. Ξεχνάς πως είμαστε φίλες σου και πως οι φίλοι στα δύσκολα φαίνονται: φτάνει να το πιστέψεις πως θα σαι ο νικητής, φτάνει να το θελήσεις και όλα τα μπορείς! απάντησαν με μια φωνή οι σκιουρίνες!
-Μα πως θα τα καταφέρω αν δεν μπορώ να δω που πάει το μονοπάτι, το δρόμο πως θα βρω; παραπονέθηκε και πάλι ο Βίλιαν.
-Από δεξιά η Αμαλία κι αριστερά εγώ
το μονοπάτι θα διασχίσεις με μας για οδηγό
το μόνο που θα κάνεις είν' ορθοπεταλιά
και το τιμόνι κράτα με ανοιχτά….. τα αυτιά!
Ο Βίλιαν πήρε πολύ θάρρος έπειτα από τα λόγια των δύο σκιουρίνων και μαζί με τις αγαπημένες του φίλες πήρε γρήγορα το δρόμο που οδηγούσε στο αντικρινό ξέφωτο όπου θα γίνονταν ο αγώνας. Ισα που πρόλαβε να δηλώσει συμμετοχή και να πάρει θέση και η σφυρίχτρα που σήμαινε την έναρξη του αγώνα σφύριξε.
Φρρρρρρρρ…….. ακούστηκε δυνατά και όλα τα ζώα του δάσους ξεκίνησαν… Ο Βίλιαν δεν είχε τίποτα να φοβάται, είχε στο πλάι του τις σκιουρίνες. Στα αριστερά την Ευαγγελία, στα δεξιά την Αμαλία..Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να πεταλίσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε Α! και να έχει τα αυτιά του ορθάνοιχτα για να ακούει προσεχτικά τις οδηγίες των φίλων του: Πότε μπροστά ,ευθεία μπροστά, μετά δεξιά, λίγο πιο κάτω αριστερά, ουπς προσοχή στη λακούβα…. τώρα όλο ευθεία, βάλε τα δυνατά σου Βίλιαν, λίγο ακόμα και φτάσαμε… ακούγονταν οι οδηγίες πότε της Αμαλίας και πότε της Ευαγγελίας.
Ο Βίλιαν πάνω στο καλογυαλισμένο του ποδήλατο πετάλιζε με σιγουριά. Η χαμηλή του όραση δεν ήταν εμπόδιο χάρη στις δυο του φίλες. Κι αυτός δεν έπρεπε να τις απογοητεύσει, έπρεπε να τα καταφέρει για να τους κάνει κι αυτός με τη σειρά του δώρο τη βόλτα με το Αερόστατο.
-Λίγο ακόμα και θα τερματίσει πρώτος ο μικρός τυφλοπόντικας! φώναξε ενθουσιασμένος ο διαιτητής του αγώνα και μόλις το άκουσε ο Βίλιαν δεν πίστευε στα αυτιά του… λίγο ακόμα και θα είμαι ο νικητής και πετάλισε με όλη του δύναμη που του είχε απομείνει ως το τέρμα. Πίσω του ακολούθησε η Νίτσα η χελωνίτσα που πάνω στο ποδήλατό της γινόταν πολύ γρήγορη και παραπίσω τερμάτιζαν ένα ένα τα άλλα ζώα του δάσους.
Ο Βίλιαν τα κατάφερε. Χάρη στην πολύτιμη βοήθεια της Αμαλίας και της Ευαγγελίας ήταν ο νικητής. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη! οι σκιουρίνες αλλά και όλα τα ζώα του δάσους τον χειροκρότησαν με χαρά και αυτός ανέβηκε στο βάθρο για να πάρει το πολυπόθητο δώρο. Ήταν πολύ χαρούμενος που τα κατάφερε, μα πιο πολύ ήταν χαρούμενος για τις αγαπημένες του φίλες που τον βόηθησαν τόσο πολύ.
Γρήγορα πήρε το ασημένιο κλειδί που θα του άνοιγε την πόρτα του πολύχρωμου Αερόστατου και φώναξε σε όλα τα ζώα του δάσους που παρακολουθούσαν την απονομή.
-Αγαπημένοι μου φίλοι σας έχω μία έκπληξη! Την βόλτα πάνω από το δάσος δεν θα την κάνω μόνος μου, μαζί μου θα έχω και τις αγαπημένες μου φίλες, τις δύο σκιουρίνες που με βοήθησαν τόσο πολύ ! Και μαζί με αυτές θα έρθετε και εσείς γιατί το Αερόστατο είναι τεράστιο και μας χωράει όλους!!!!
Τα ζώα χοροπήδησαν από τη χαρά τους και σε λίγη ώρα πάνω από το πανέμορφο δάσος πετούσε ένα τεράστιο, πολύχρωμο Αερόστατο με οδηγό ένα μικρούλη τυφλοπόντικα και παρέα όλα τα ζώα του δάσους.
της Σωτηρίας Γεωργοτά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου